- νεύριασμα
- τό1) нервирование, раздражение; 2) нервозность, раздражительность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νευρίασμα — και νεύριασμα, το [νευριάζω] εκνευρισμός, η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού νευριάζω … Dictionary of Greek
νευρίασμα — το, ατος νευρικός κλονισμός, ερεθισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκνεύριση — η η διέγερση των νεύρων, ο νευρικός παροξυσμός, το νευρίασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)